παρέκ

παρέκ
και παρέξ και πάρεξ Α
1. (ως πρόθ.)
1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.
β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.)
β) λίγο πιο έξω
γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα
2. (ως καταχρ.) εκτός από, χωρίς («οὐδέν ἐστιν ἄλλο παρὲκ τοῡ ἐόντος», Παρμ.)
3. (με εχθρική σημ.) αντίθετα με, εναντίον («πάρεξ Διὸς Βουλήν», Απολλ. Ρόδ.)
4. μτφ. α) ανόητα
β) εν αγνοία
II. (ως επίρρ.)
1. (με τοπ. σημ.) α) προς τα έξω, παρέκει
2. μτφ. άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρέκ — παρέξ outside indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεκ — παρέξ outside indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CONJECTUS Florum et Coronarum — in bene meritos olim frequens. Quâ faustitate exceptum fuisse Titum ob liberatam Senatus decretô Graeciam, memorant Polybius, Ecl. Leg. et Appianus Alex. Παρεκ. πει τρεσβ. Apud eundem Appianum, non coronas tantum, sed et taenias, in Titum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρέκκειμαι — Α είμαι τεθειμένος κατά μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέκ + κεῖμαι] …   Dictionary of Greek

  • παρεξάγω — ΜΑ [εξάγω] 1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι 2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.) 4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”