- παρέκ
- και παρέξ και πάρεξ Α1. (ως πρόθ.)1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.)β) λίγο πιο έξωγ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα2. (ως καταχρ.) εκτός από, χωρίς («οὐδέν ἐστιν ἄλλο παρὲκ τοῡ ἐόντος», Παρμ.)3. (με εχθρική σημ.) αντίθετα με, εναντίον («πάρεξ Διὸς Βουλήν», Απολλ. Ρόδ.)4. μτφ. α) ανόηταβ) εν αγνοίαII. (ως επίρρ.)1. (με τοπ. σημ.) α) προς τα έξω, παρέκει2. μτφ. άσκοπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκ].
Dictionary of Greek. 2013.